μπιρσίμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπιρσίμι | τα | μπιρσίμια |
γενική | του | μπιρσιμιού | των | μπιρσιμιών |
αιτιατική | το | μπιρσίμι | τα | μπιρσίμια |
κλητική | μπιρσίμι | μπιρσίμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπιρσίμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ابرشیم (τουρκική ibrişim) + -ι με αποβολή του άτονου αρχικού φωνήεντος και μετάθεση του [ɾ] [1] < περσική ابریشم (abrišam, μετάξι). Συγκρίνετε με το μπρισίμι.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /biɾˈsi.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπιρ‐σί‐μι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπιρσίμι ουδέτερο
- (παρωχημένο) μεταξωτή κλωστή, ή νήμα από μετάξι, άλλη μορφή του μπρισίμι
- ≈ συνώνυμα: μεταξόκλωστο, μεταξόκλωσμα (λόγιο)
Συγγενικά
επεξεργασία- Μπιρσίμ (επώνυμο)
- → δείτε και μπρισίμι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταξωτή κλωστή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπιρσίμι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας