Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιρσίμι τα μπιρσίμια
      γενική του μπιρσιμιού των μπιρσιμιών
    αιτιατική το μπιρσίμι τα μπιρσίμια
     κλητική μπιρσίμι μπιρσίμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιρσίμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ابرشیم (τουρκική ibrişim) + με αποβολή του άτονου αρχικού φωνήεντος και μετάθεση του [ɾ] [1] < περσική ابریشم (abrišam, μετάξι). Συγκρίνετε με το μπρισίμι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /biɾˈsi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπιρ‐σί‐μι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιρσίμι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και μπρισίμι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία