Μπιρσίμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπιρσίμ < μπιρσίμι (→ δείτε τη λέξη μπρισίμι), προέλευσης από την οθωμανική τουρκική
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπιρσίμ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπρισίμι