μπαρέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαρέτα | οι | μπαρέτες |
γενική | της | μπαρέτας | των | μπαρετών |
αιτιατική | την | μπαρέτα | τις | μπαρέτες |
κλητική | μπαρέτα | μπαρέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαρέτα < ιταλική barretta, υποκοριστικό του barra < δημώδης λατινική *barra < γαλατική *barros
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /baˈre.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ρέ‐τα
- παρώνυμο: μπερέτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαρέτα θηλυκό
- λουράκι παπουτσιού που εφάπτεται στο κουντεπιέ
- κοκαλάκι για τα μαλλιά
- τεχνική βαθιάς θεμελίωσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαρέτα
|