Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπερέτα οι μπερέτες
      γενική της μπερέτας των μπερετών
    αιτιατική την μπερέτα τις μπερέτες
     κλητική μπερέτα μπερέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /beˈre.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐ρέ‐τα
παρώνυμο: μπαρέτα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μπερέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική beretta[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπερέτα θηλυκό

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπερέτα οι μπερέτες
      γενική της μπερέτας των μπερετών
    αιτιατική την μπερέτα τις μπερέτες
     κλητική μπερέτα μπερέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μπερέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Beretta, ονομασία εταιρείας όπλων, από το επώνυμο του ιδρυτή της, Bartolomeo Beretta (1490–1565)
 
Μια μπερέτα 9 χιλιοστών, από τη διάσημη σειρά ημι-αυτόματων πιστολιών Beretta 92

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπερέτα θηλυκό (και Μπερέτα)

  • κάθε όπλο (και ιδίως τα πιστόλια) της ιταλικής εταιρείας κατασκευής πυροβόλων όπλων Beretta
    ※  Τα μάτια του αφέντη γούρλωσαν και το δεξί του χέρι σηκώθηκε, είτε προς το λαιμό του νεαρού είτε προς το πιστόλι που πάντοτε κουβαλούσε πάνω του, μια πλακέ μπερέτα των εννέα χιλιοστών
    Παύλος Μεθενίτης, Ο άλλος (Αθήνα: Καστανιώτης, 2005, ISBN 978-960-03-3950-5), σ. 151.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.