μπάχαλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπάχαλο | τα | μπάχαλα |
γενική | του | μπάχαλου | των | μπάχαλων |
αιτιατική | το | μπάχαλο | τα | μπάχαλα |
κλητική | μπάχαλο | μπάχαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπάχαλο < άγνωστης ετυμολογίας.[1] Πιθανόν ηχομιμητική λέξη κατά τα κρόταλο,[2] και άλλα σε -αλο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈba.xa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπά‐χα‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπάχαλο ουδέτερο
- (προφορικό) μπέρδεμα, ακαταστασία
- ⮡ Τα έχει κάνει μπάχαλο. Τα 'χει μπερδέψει, και τα 'κανε άνω κάτω.
Συνώνυμα
επεξεργασία- ακαταστασία
- ανακατωσούρα
- μπέρδεμα
- σύγχυση
- κομφούζιο
- επίσης δείτε: άνω κάτω (επίρρημα)
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μπάχαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μπάχαλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.