μοτοσικλετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοτοσικλετικός < μοτοσικλέτα + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
μοτοσικλετικός
- που κινείται μόνος του
- που έχει σχέση με τη μοτοσικλέτα ή τον μοτοσικλετιστή
- άλλες μορφές: μοτοσικλετιστικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μοτοσικλέτα
Μεταφράσεις επεξεργασία
που κινείται μόνος του
μοτοσικλετιστικός
|