Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοξείδιο τα μονοξείδια
      γενική του μονοξειδίου
μονοξείδιου
των μονοξειδίων
    αιτιατική το μονοξείδιο τα μονοξείδια
     κλητική μονοξείδιο μονοξείδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοξείδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία [1] όπως monoxide < mono- + oxide / oxyde < αρχαία ελληνική μόνος + ὀξύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοξείδιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία