μονοξείδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοξείδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία [1] όπως monoxide < mono- + oxide / oxyde < αρχαία ελληνική μόνος + ὀξύς
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοξείδιο ουδέτερο
- (χημεία) ένωση χημικού στοιχείου με ένα άτομο οξυγόνου
- ↪ μονοξείδιο του άνθρακα, μονοξείδιο του αζώτου κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μονοξείδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας