Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοναδολογία οι μοναδολογίες
      γενική της μοναδολογίας των μοναδολογιών
    αιτιατική τη μοναδολογία τις μοναδολογίες
     κλητική μοναδολογία μοναδολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοναδολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monadologie < αρχαία ελληνική μονάς + λέγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μοναδολογία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία