monadologie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmonadologie (fr) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- monadologie - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
monadologie (fr) θηλυκό