↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροφιλόδοξος η μικροφιλόδοξη το μικροφιλόδοξο
      γενική του μικροφιλόδοξου της μικροφιλόδοξης του μικροφιλόδοξου
    αιτιατική τον μικροφιλόδοξο τη μικροφιλόδοξη το μικροφιλόδοξο
     κλητική μικροφιλόδοξε μικροφιλόδοξη μικροφιλόδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροφιλόδοξοι οι μικροφιλόδοξες τα μικροφιλόδοξα
      γενική των μικροφιλόδοξων των μικροφιλόδοξων των μικροφιλόδοξων
    αιτιατική τους μικροφιλόδοξους τις μικροφιλόδοξες τα μικροφιλόδοξα
     κλητική μικροφιλόδοξοι μικροφιλόδοξες μικροφιλόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροφιλόδοξος < μικρο- + φιλόδοξος

  Επίθετο

επεξεργασία

μικροφιλόδοξος

  1. που δεν έχει μεγάλες φιλοδοξίες
  2. που, ενώ είναι ασήμαντος ή άσημος, είναι και φιλόδοξος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία