μικροφιλοδοξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροφιλοδοξία < μικροφιλόδοξος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροφιλοδοξία θηλυκό
- η ιδιότητα του μικροφιλόδοξου
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροφιλοδοξία
|