μεγαλοφιλοδοξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοφιλοδοξία < μεγαλοφιλόδοξος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαλοφιλοδοξία θηλυκό
- η ιδιότητα του μεγαλοφιλόδοξου
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοφιλοδοξία
|