Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεγαλοφιλόδοξος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεγαλοφιλόδοξ
ος
η
μεγαλοφιλόδοξ
η
το
μεγαλοφιλόδοξ
ο
γενική
του
μεγαλοφιλόδοξ
ου
της
μεγαλοφιλόδοξ
ης
του
μεγαλοφιλόδοξ
ου
αιτιατική
τον
μεγαλοφιλόδοξ
ο
τη
μεγαλοφιλόδοξ
η
το
μεγαλοφιλόδοξ
ο
κλητική
μεγαλοφιλόδοξ
ε
μεγαλοφιλόδοξ
η
μεγαλοφιλόδοξ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεγαλοφιλόδοξ
οι
οι
μεγαλοφιλόδοξ
ες
τα
μεγαλοφιλόδοξ
α
γενική
των
μεγαλοφιλόδοξ
ων
των
μεγαλοφιλόδοξ
ων
των
μεγαλοφιλόδοξ
ων
αιτιατική
τους
μεγαλοφιλόδοξ
ους
τις
μεγαλοφιλόδοξ
ες
τα
μεγαλοφιλόδοξ
α
κλητική
μεγαλοφιλόδοξ
οι
μεγαλοφιλόδοξ
ες
μεγαλοφιλόδοξ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεγαλοφιλόδοξος
<
μεγαλο-
+
φιλόδοξος
Επίθετο
επεξεργασία
μεγαλοφιλόδοξος
που έχει
μεγάλες
φιλοδοξίες
Αντώνυμα
επεξεργασία
μικροφιλόδοξος
Συγγενικά
επεξεργασία
μεγαλοφιλοδοξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγαλοφιλόδοξος