μικροτεχνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροτεχνία < μικρο- + τέχνη + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Kleinkunst[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροτεχνία θηλυκό
- η τέχνη της κατασκευής ή διακόσμησης μικροαντικειμένων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μικροτέχνημα
- μικροτέχνης
- μικροτεχνική
- μικροτεχνικός
- μικροτεχνίτης
- μικροτεχνίτρια
- → δείτε τις λέξεις μικρός και τέχνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροτεχνία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροτεχνία θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- μικροτεχνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ μικροτεχνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας