μικροαντικείμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροαντικείμενο | τα | μικροαντικείμενα |
γενική | του | μικροαντικείμενου & μικροαντικειμένου |
των | μικροαντικείμενων & μικροαντικειμένων |
αιτιατική | το | μικροαντικείμενο | τα | μικροαντικείμενα |
κλητική | μικροαντικείμενο | μικροαντικείμενα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροαντικείμενο < μικρο- + αντικείμενο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροαντικείμενο ουδέτερο