Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροτεχνικός η μικροτεχνική το μικροτεχνικό
      γενική του μικροτεχνικού της μικροτεχνικής του μικροτεχνικού
    αιτιατική τον μικροτεχνικό τη μικροτεχνική το μικροτεχνικό
     κλητική μικροτεχνικέ μικροτεχνική μικροτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροτεχνικοί οι μικροτεχνικές τα μικροτεχνικά
      γενική των μικροτεχνικών των μικροτεχνικών των μικροτεχνικών
    αιτιατική τους μικροτεχνικούς τις μικροτεχνικές τα μικροτεχνικά
     κλητική μικροτεχνικοί μικροτεχνικές μικροτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροτεχνικός < μικροτεχνία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μικροτεχνικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία