μικροσπορίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροσπορίδιο | τα | μικροσπορίδια |
γενική | του | μικροσπορίδιου & μικροσποριδίου |
των | μικροσπορίδιων & μικροσποριδίων |
αιτιατική | το | μικροσπορίδιο | τα | μικροσπορίδια |
κλητική | μικροσπορίδιο | μικροσπορίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροσπορίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microsporidium < αρχαία ελληνική μικρός + σπόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροσπορίδιο ουδέτερο
- (βιολογία) μονοκύτταρος, ενδοκυτταρικός παρασιτικός μικροοργανισμός, που ανήκει στην ομάδα των μυκήτων ή συγγενικών οργανισμών, και προσβάλλει κυρίως ασπόνδυλα, αλλά και ορισμένα σπονδυλωτά
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Microsporidia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροσπορίδιο