→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μικρολόγος τὸ μικρολόγον
      γενική τοῦ/τῆς μικρολόγου τοῦ μικρολόγου
      δοτική τῷ/τῇ μικρολόγ τῷ μικρολόγ
    αιτιατική τὸν/τὴν μικρολόγον τὸ μικρολόγον
     κλητική ! μικρολόγε μικρολόγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μικρολόγοι τὰ μικρολόγ
      γενική τῶν μικρολόγων τῶν μικρολόγων
      δοτική τοῖς/ταῖς μικρολόγοις τοῖς μικρολόγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μικρολόγους τὰ μικρολόγ
     κλητική ! μικρολόγοι μικρολόγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μικρολόγω τὼ μικρολόγω
      γεν-δοτ τοῖν μικρολόγοιν τοῖν μικρολόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικρολόγος < μικρο- + -λόγος

  Επίθετο

επεξεργασία

μικρολόγος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μικρός και λόγος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

συγγενικά στα νέα ελληνικά [1]

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «μικρλολογώ, μικρολογία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)