μικρολόγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμικρολόγος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που υπολογίζει ασήμαντα μικροπράγματα
- που ενδιαφέρεται για μικροέξοδα, τσιγκούνης
- που συνεχώς φέρνει αντίρρηση για ασήμαντα ζητήματα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μικρός και λόγος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μακρολόγος (με διαφορετική σημασία)
συγγενικά στα νέα ελληνικά [1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «μικρλολογώ, μικρολογία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- μικρολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μικρολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.