μικροκατεργάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μικροκατεργάρης | η | μικροκατεργάρα | το | μικροκατεργάρικο |
γενική | του | μικροκατεργάρη | της | μικροκατεργάρας | του | μικροκατεργάρικου |
αιτιατική | τον | μικροκατεργάρη | τη | μικροκατεργάρα | το | μικροκατεργάρικο |
κλητική | μικροκατεργάρη | μικροκατεργάρα | μικροκατεργάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μικροκατεργάρηδες | οι | μικροκατεργάρες | τα | μικροκατεργάρικα |
γενική | των | μικροκατεργάρηδων | — | των | μικροκατεργάρικων | |
αιτιατική | τους | μικροκατεργάρηδες | τις | μικροκατεργάρες | τα | μικροκατεργάρικα |
κλητική | μικροκατεργάρηδες | μικροκατεργάρες | μικροκατεργάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροκατεργάρης < μικρο- + κατεργάρης
Επίθετο
επεξεργασίαμικροκατεργάρης
- που κάνει μικρής σημασίας κατεργαριές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικροκατεργάρης
|