μικροκατεργαριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροκατεργαριά | οι | μικροκατεργαριές |
γενική | της | μικροκατεργαριάς | των | μικροκατεργαριών |
αιτιατική | τη | μικροκατεργαριά | τις | μικροκατεργαριές |
κλητική | μικροκατεργαριά | μικροκατεργαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροκατεργαριά < μικροκατεργάρης + -ιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.kɾo.ka.teɾ.ɣaˈɾʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐κα‐τερ‐γα‐ριά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροκατεργαριά θηλυκό
- η ενέργεια ή συμπεριφορά του μικροκατεργάρη
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροκατεργαριά
|