μικροηλεκτρονική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροηλεκτρονική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microelectronics[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microélectronique[1] < αρχαία ελληνική μικρός + ἤλεκτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροηλεκτρονική θηλυκό
- (ηλεκτρονική) η επιστήμη η σχετική με την σχεδίαση και παραγωγή ηλεκτρονικών πλακετών ή εξαρτημάτων εξαιρετικά μικρών διαστάσεων
Συγγενικά
επεξεργασία- μικροηλεκτρονικός
- → δείτε τις λέξεις μικρός, ηλεκτρισμός και ήλεκτρο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Microelectronics στην αγγλική Βικιπαίδεια
- μικροκύκλωμα
- μικροτεχνολογία
- νανοηλεκτρονική
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροηλεκτρονική
- ↑ 1,0 1,1 μικροηλεκτρονική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)