Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροηλεκτρονική οι μικροηλεκτρονικές
      γενική της μικροηλεκτρονικής των μικροηλεκτρονικών
    αιτιατική τη μικροηλεκτρονική τις μικροηλεκτρονικές
     κλητική μικροηλεκτρονική μικροηλεκτρονικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροηλεκτρονική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microelectronics[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microélectronique[1] < αρχαία ελληνική μικρός + ἤλεκτρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροηλεκτρονική θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 μικροηλεκτρονικήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)