Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νανοηλεκτρονική οι νανοηλεκτρονικές
      γενική της νανοηλεκτρονικής των νανοηλεκτρονικών
    αιτιατική τη νανοηλεκτρονική τις νανοηλεκτρονικές
     κλητική νανοηλεκτρονική νανοηλεκτρονικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νανοηλεκτρονική < νανο- + ηλεκτρονική, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nanoelectronics

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /na.no.i.lek.tɾo.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: να‐νο‐η‐λεκ‐τρο‐νι‐κή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νανοηλεκτρονική θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία