Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κβαντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κβαντικ
ός
η
κβαντικ
ή
το
κβαντικ
ό
γενική
του
κβαντικ
ού
της
κβαντικ
ής
του
κβαντικ
ού
αιτιατική
τον
κβαντικ
ό
την
κβαντικ
ή
το
κβαντικ
ό
κλητική
κβαντικ
έ
κβαντικ
ή
κβαντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κβαντικ
οί
οι
κβαντικ
ές
τα
κβαντικ
ά
γενική
των
κβαντικ
ών
των
κβαντικ
ών
των
κβαντικ
ών
αιτιατική
τους
κβαντικ
ούς
τις
κβαντικ
ές
τα
κβαντικ
ά
κλητική
κβαντικ
οί
κβαντικ
ές
κβαντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κβαντικός
<
κβάντο
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
κβαντικός
που αφορά
κβάντο
ή κβάντα, που έχει σχέση με κβάντα, που έχει σχέση με
μέγεθος
ή
σύστημα
κβάντωσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κβαντικός
αγγλικά
:
quantum
(en)
γαλλικά
:
quantique
(fr)