Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροτεχνολογία οι μικροτεχνολογίες
      γενική της μικροτεχνολογίας των μικροτεχνολογιών
    αιτιατική τη μικροτεχνολογία τις μικροτεχνολογίες
     κλητική μικροτεχνολογία μικροτεχνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροτεχνολογία < μικρο- + τεχνολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροτεχνολογία θηλυκό

  • τεχνολογία με κάποιο χαρακτηριστικό που είναι μικρότερο σε διάσταση από ένα μικρόμετρο (10−6 μέτρα, ή 1μm)

  Μεταφράσεις επεξεργασία