μικροδευτερόλεπτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροδευτερόλεπτο < μικρο- + δευτερόλεπτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροδευτερόλεπτο ουδέτερο
- (φυσική, μονάδα μέτρησης) στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (SI), χρονική διάρκεια ίση με ένα εκατομμυριοστό ( ή ή ) του δευτερολέπτου (second)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροδευτερόλεπτο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «microsecond», «μs» από αναζήτηση «μικροδευτερόλεπτο» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- ↑ acronyms.thefreedictionary. Προσπέλαση 2020-06-12.