μητριαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμητριαίος -α, -ο
- (ανατομία) που σχετίζεται με τη μήτρα των θηλυκών οργανισμών ή αναφέρεται σε αυτήν
- ※ Αξιολόγηση ροής του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες με έγχρωμο doppler στην αρχή της κύησης για την πρόβλεψη ανάπτυξης υπερτασικών διαταραχών ή μητροπλακουντιακής ανεπάρκειας (Τίτλος διδακτορικής διατριβής)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μητριαίος
|