Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηκοτομή οι μηκοτομές
      γενική της μηκοτομής των μηκοτομών
    αιτιατική τη μηκοτομή τις μηκοτομές
     κλητική μηκοτομή μηκοτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηκοτομή < μήκ(ος) + -ο- + -τομή• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.ko.toˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐κο‐το‐μή]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Μηκοτομή (πάνω) και κάτοψη εκκλησίας στη Βαυαρία

μηκοτομή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία