μεταϋλικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταϋλικό < μετα- + υλικό (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική metamaterial)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.i.liˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐υ‐λι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταϋλικό ουδέτερο
- (φυσική, μηχανική, νεολογισμός) τεχνητό υλικό που έχει σχεδιαστεί, για να έχει ιδιότητες που δεν απαντώνται συνήθως στη φύση, αλλά αποτελείται από δομές μικροσκοπικής κλίμακας, οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν με τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Metamaterial στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταϋλικό