↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεταϋλικό τα μεταϋλικά
      γενική του μεταϋλικού των μεταϋλικών
    αιτιατική το μεταϋλικό τα μεταϋλικά
     κλητική μεταϋλικό μεταϋλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταϋλικό < μετα- + υλικό (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική metamaterial)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.i.liˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐υ‐λι‐κό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταϋλικό ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία