μεταμορφισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταμορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metamorphism < ελληνιστική κοινή μεταμόρφωσις < μεταμορφόω < μετά + μορφή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταμορφισμός αρσενικό
- (βιολογία) η θεωρία της Εξέλιξης
- (γεωλογία, ορυκτολογία) η αλλοίωση πετρωμάτων εξαιτίας αύξησης πίεσης και θερμοκρασίας
- (βιολογία) η μεταβολή / αλλαγή της σύστασης ιστού
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταμορφισμός
|