μεταλλογενετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταλλογενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metallogenetic < metallogenesis < αρχαία ελληνική μέταλλον + γένεσις (< γίγνομαι)
Επίθετο επεξεργασία
μεταλλογενετικός
- (γεωλογία) που έχει σχέση με τη μεταλλογένεση, αναφέρεται ή συντελεί σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταλλογενετικός