↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταλλογενετικός η μεταλλογενετική το μεταλλογενετικό
      γενική του μεταλλογενετικού της μεταλλογενετικής του μεταλλογενετικού
    αιτιατική τον μεταλλογενετικό τη μεταλλογενετική το μεταλλογενετικό
     κλητική μεταλλογενετικέ μεταλλογενετική μεταλλογενετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταλλογενετικοί οι μεταλλογενετικές τα μεταλλογενετικά
      γενική των μεταλλογενετικών των μεταλλογενετικών των μεταλλογενετικών
    αιτιατική τους μεταλλογενετικούς τις μεταλλογενετικές τα μεταλλογενετικά
     κλητική μεταλλογενετικοί μεταλλογενετικές μεταλλογενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταλλογενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metallogenetic < metallogenesis < αρχαία ελληνική μέταλλον + γένεσις (< γίγνομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

μεταλλογενετικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία