μεταλλογένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταλλογένεση | οι | μεταλλογενέσεις |
γενική | της | μεταλλογένεσης* | των | μεταλλογενέσεων |
αιτιατική | τη | μεταλλογένεση | τις | μεταλλογενέσεις |
κλητική | μεταλλογένεση | μεταλλογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλλογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταλλογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metallogenesis < αρχαία ελληνική μέταλλον + γένεσις (< γίγνομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλλογένεση θηλυκό
- (γεωλογία) η διαδικασία σχηματισμού μεταλλεύματος σε περιοχές της γης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταλλογένεση
Πηγές
επεξεργασία- μεταλλογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)