πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλογένεση οι μεταλλογενέσεις
      γενική της μεταλλογένεσης* των μεταλλογενέσεων
    αιτιατική τη μεταλλογένεση τις μεταλλογενέσεις
     κλητική μεταλλογένεση μεταλλογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλλογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία