↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετακοινοβουλευτικός η μετακοινοβουλευτική το μετακοινοβουλευτικό
      γενική του μετακοινοβουλευτικού της μετακοινοβουλευτικής του μετακοινοβουλευτικού
    αιτιατική τον μετακοινοβουλευτικό τη μετακοινοβουλευτική το μετακοινοβουλευτικό
     κλητική μετακοινοβουλευτικέ μετακοινοβουλευτική μετακοινοβουλευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετακοινοβουλευτικοί οι μετακοινοβουλευτικές τα μετακοινοβουλευτικά
      γενική των μετακοινοβουλευτικών των μετακοινοβουλευτικών των μετακοινοβουλευτικών
    αιτιατική τους μετακοινοβουλευτικούς τις μετακοινοβουλευτικές τα μετακοινοβουλευτικά
     κλητική μετακοινοβουλευτικοί μετακοινοβουλευτικές μετακοινοβουλευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετακοινοβουλευτικός < μετα- + κοινοβουλευτικός

  Επίθετο

επεξεργασία

μετακοινοβουλευτικός

  • (πολιτική) που αναφέρεται σε χρονικό στάδιο ή διαδικασίες που συμβαίνουν έξω ή μετά από τα αντίστοιχα εντός κοινοβουλίου
    ※  Ξέρουν οι πολίτες ότι στο χάος της πολυνομίας, αυτό που απαγορεύει ένας νόμος το επιτρέπει κάποιος άλλος και ότι η τιμωρία τους είναι προϊόν τύχης («μην πέσεις σε κακό δικαστή», όπως λέγεται) ή δυναμικότητας των κινητοποιήσεων. Οι συγκεντρώσεις και οι «δυναμικές ενέργειες» είναι η «μετακοινοβουλευτική πολιτική»· παράγουν δίκαιο εκτός των θεσμικών οργάνων της πολιτείας. Το λένε εξάλλου πολλοί και μέσα στη Βουλή: «αυτόν τον νόμο ο λαός θα τον ανατρέψει στον δρόμο». (www.kathimerini.gr, 22.05.2013)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία