Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταδιδακτορικός η μεταδιδακτορική το μεταδιδακτορικό
      γενική του μεταδιδακτορικού της μεταδιδακτορικής του μεταδιδακτορικού
    αιτιατική τον μεταδιδακτορικό τη μεταδιδακτορική το μεταδιδακτορικό
     κλητική μεταδιδακτορικέ μεταδιδακτορική μεταδιδακτορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταδιδακτορικοί οι μεταδιδακτορικές τα μεταδιδακτορικά
      γενική των μεταδιδακτορικών των μεταδιδακτορικών των μεταδιδακτορικών
    αιτιατική τους μεταδιδακτορικούς τις μεταδιδακτορικές τα μεταδιδακτορικά
     κλητική μεταδιδακτορικοί μεταδιδακτορικές μεταδιδακτορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταδιδακτορικός < μετα- + διδακτορικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.ði.ða.kto.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐δι‐δα‐κτο‐ρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

μεταδιδακτορικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • μεταδιδακτορικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)