μεσοσταθμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσοσταθμικός < μεσο- + σταθμικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική weighted average[1])
Επίθετο
επεξεργασίαμεσοσταθμικός
Συγγενικά
επεξεργασία- μεσοσταθμικά
- → δείτε τις λέξεις μέσος και σταθμά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσοσταθμικός
- ↑ μεσοσταθμικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)