μεσοσταθμικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσοσταθμικά < μεσοσταθμικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαμεσοσταθμικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσοσταθμικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμεσοσταθμικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεσοσταθμικό