Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοελλαδικός η μεσοελλαδική το μεσοελλαδικό
      γενική του μεσοελλαδικού της μεσοελλαδικής του μεσοελλαδικού
    αιτιατική τον μεσοελλαδικό τη μεσοελλαδική το μεσοελλαδικό
     κλητική μεσοελλαδικέ μεσοελλαδική μεσοελλαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοελλαδικοί οι μεσοελλαδικές τα μεσοελλαδικά
      γενική των μεσοελλαδικών των μεσοελλαδικών των μεσοελλαδικών
    αιτιατική τους μεσοελλαδικούς τις μεσοελλαδικές τα μεσοελλαδικά
     κλητική μεσοελλαδικοί μεσοελλαδικές μεσοελλαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσοελλαδικός < μεσο- + ελλαδικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική middle Helladic)

  Επίθετο επεξεργασία

μεσοελλαδικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία