Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεσκίνης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μεσκίν
ης
οι
μεσκίν
ηδες
γενική
του
μεσκίν
η
των
μεσκίν
ηδων
αιτιατική
τον
μεσκίν
η
τους
μεσκίν
ηδες
κλητική
μεσκίν
η
μεσκίν
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεσκίνης
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
meschino
<
αραβική
مسكين
(miskīn) <
ακκαδική
muškēnu
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεσκίνης
αρσενικό
άπορος
,
φτωχός
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μισκίνης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεσκίνης
αραβικά
:
مسكين
(ar)
(miskīn)
αραμαϊκά
:
ܡܣܟܢܐ
(meskena)
γαλλικά
:
mesquin
(fr)
ινδονησιακά
:
miskin
(id)
ισπανικά
:
mezquino
(es)
ιταλικά
:
meschino
(it)
κουρδικά
:
miskîn
(ku)
ούρντου
:
مسکين
(ur)
(miskīn)
περσικά
:
مسکین
(fa)
(miskīn)
πορτογαλικά
:
mesquinho
(pt)
τουρκικά
:
miskin
(tr)
χίντι
:
मिस्कीन
(hi)
(miskeen)