Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσκίνης οι μεσκίνηδες
      γενική του μεσκίνη των μεσκίνηδων
    αιτιατική τον μεσκίνη τους μεσκίνηδες
     κλητική μεσκίνη μεσκίνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσκίνης < (άμεσο δάνειο) ιταλική meschino < αραβική مسكين (miskīn) < ακκαδική muškēnu

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσκίνης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία