↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελωδημένος η μελωδημένη το μελωδημένο
      γενική του μελωδημένου της μελωδημένης του μελωδημένου
    αιτιατική τον μελωδημένο τη μελωδημένη το μελωδημένο
     κλητική μελωδημένε μελωδημένη μελωδημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελωδημένοι οι μελωδημένες τα μελωδημένα
      γενική των μελωδημένων των μελωδημένων των μελωδημένων
    αιτιατική τους μελωδημένους τις μελωδημένες τα μελωδημένα
     κλητική μελωδημένοι μελωδημένες μελωδημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μελωδημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία