Ετυμολογία

επεξεργασία
μελωδώ < αρχαία ελληνική μελῳδέω

μελωδώ

  1. είμαι μελωδός
  2. υμνολογώ
  3. ψάλλω, τραγουδώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία