μελωδώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελωδώ < αρχαία ελληνική μελῳδέω
Ρήμα
επεξεργασίαμελωδώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μελωδός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μελωδώ | μελωδούσα | θα μελωδώ | να μελωδώ | μελωδώντας | |
β' ενικ. | μελωδείς | μελωδούσες | θα μελωδείς | να μελωδείς | (μελώδει) | |
γ' ενικ. | μελωδεί | μελωδούσε | θα μελωδεί | να μελωδεί | ||
α' πληθ. | μελωδούμε | μελωδούσαμε | θα μελωδούμε | να μελωδούμε | ||
β' πληθ. | μελωδείτε | μελωδούσατε | θα μελωδείτε | να μελωδείτε | μελωδείτε | |
γ' πληθ. | μελωδούν(ε) | μελωδούσαν(ε) | θα μελωδούν(ε) | να μελωδούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μελώδησα | θα μελωδήσω | να μελωδήσω | μελωδήσει | ||
β' ενικ. | μελώδησες | θα μελωδήσεις | να μελωδήσεις | μελώδησε | ||
γ' ενικ. | μελώδησε | θα μελωδήσει | να μελωδήσει | |||
α' πληθ. | μελωδήσαμε | θα μελωδήσουμε | να μελωδήσουμε | |||
β' πληθ. | μελωδήσατε | θα μελωδήσετε | να μελωδήσετε | μελωδήστε | ||
γ' πληθ. | μελώδησαν μελωδήσαν(ε) |
θα μελωδήσουν(ε) | να μελωδήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μελωδήσει | είχα μελωδήσει | θα έχω μελωδήσει | να έχω μελωδήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μελωδήσει | είχες μελωδήσει | θα έχεις μελωδήσει | να έχεις μελωδήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μελωδήσει | είχε μελωδήσει | θα έχει μελωδήσει | να έχει μελωδήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μελωδήσει | είχαμε μελωδήσει | θα έχουμε μελωδήσει | να έχουμε μελωδήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μελωδήσει | είχατε μελωδήσει | θα έχετε μελωδήσει | να έχετε μελωδήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μελωδήσει | είχαν μελωδήσει | θα έχουν μελωδήσει | να έχουν μελωδήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μελωδώ
|