μελλοντολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελλοντολογικός < μελλοντολόγ(-ος) + -ικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελλοντολογικός θηλυκό
- ο ειδικός που διερευνά επιστημονικά και κατά το δυνατόν τεκμηριωμένα τα πιθανά σενάρια του μέλλοντος, τις λογικά πιθανότερες εξελίξεις, ανάλογα και σύμφωνα με τις τάσεις του παρόντος και με βάση τις γνώσεις του παρελθόντος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μελλοντολογικός