μελιτοῦς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μελιτοῦς | οἱ | μελιτοῦντες |
γενική | τοῦ | μελιτοῦντος | τῶν | μελιτούντων |
δοτική | τῷ | μελιτοῦντῐ | τοῖς | μελιτοῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | μελιτοῦντᾰ | τοὺς | μελιτοῦντᾰς |
κλητική ὦ! | μελιτοῦς | μελιτοῦντες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελιτοῦντε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μελιτούντοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- μελιτοῦς < συνηρημένος τύπος στην αττική διάλεκτο, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου μελιτόεις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελιτοῦς, -οῦντος αρσενικό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- μελιτοῦς < συνηρημένη μορφή του μελιτόεις
Επίθετο
επεξεργασίαμελιτοῦς, -οῦσσα, -οῦν
- γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος
Πηγές
επεξεργασία- μελιτοῦς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.