πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μελιτοῦς οἱ μελιτοῦντες
      γενική τοῦ μελιτοῦντος τῶν μελιτούντων
      δοτική τῷ μελιτοῦντ τοῖς μελιτοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν μελιτοῦντ τοὺς μελιτοῦντᾰς
     κλητική ! μελιτοῦς μελιτοῦντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μελιτοῦντε
γεν-δοτ τοῖν  μελιτούντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
μελιτοῦς < συνηρημένος τύπος στην αττική διάλεκτο, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου μελιτόεις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελιτοῦς, -οῦντος αρσενικό

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

μελιτοῦς, -οῦσσα, -οῦν