Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μελιτοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μελιτοφόρ
ος
η
μελιτοφόρ
ος
&
μελιτοφόρ
α
το
μελιτοφόρ
ο
γενική
του
μελιτοφόρ
ου
της
μελιτοφόρ
ου
&
μελιτοφόρ
ας
του
μελιτοφόρ
ου
αιτιατική
τον
μελιτοφόρ
ο
τη
μελιτοφόρ
ο
&
μελιτοφόρ
α
το
μελιτοφόρ
ο
κλητική
μελιτοφόρ
ε
μελιτοφόρ
ε
&
μελιτοφόρ
α
μελιτοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μελιτοφόρ
οι
οι
μελιτοφόρ
οι
&
μελιτοφόρ
ες
τα
μελιτοφόρ
α
γενική
των
μελιτοφόρ
ων
των
μελιτοφόρ
ων
των
μελιτοφόρ
ων
αιτιατική
τους
μελιτοφόρ
ους
τις
μελιτοφόρ
ους
&
μελιτοφόρ
ες
τα
μελιτοφόρ
α
κλητική
μελιτοφόρ
οι
μελιτοφόρ
οι
&
μελιτοφόρ
ες
μελιτοφόρ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μελιτοφόρος
<
μέλιτ(ος)
+
-ο-
+
-φόρος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
me.li.toˈfo.ɾos
/
Επίθετο
επεξεργασία
μελιτοφόρος, -ος, -ος
που φέρει
μέλι
, που παράγει
μέλι
που περιέχει
νέκταρ
(αφορά
λουλούδια
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
μέλι
και
φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μελιτοφόρος
πολωνικά
:
miododajny
(pl)
(1),
miodny
(pl)
(1)