↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελαμίνη οι μελαμίνες
      γενική της μελαμίνης των μελαμινών
    αιτιατική τη μελαμίνη τις μελαμίνες
     κλητική μελαμίνη μελαμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελαμίνη < γερμανική Melamin < αρχαία ελληνική μέλας + Amin (αμίνη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.laˈmi.ni/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελαμίνη θηλυκό

  1. (χημεία) αρωματική ένωση που χρησιμοποιείται (ανάμεσα στα άλλα) στην κατασκευή βερνικιών
  2. (κατ’ επέκταση) ειδική κατασκευή, που μοιάζει με ξύλο, περιέχει μελαμίνη και τη χρησιμοποιούν στην επιπλοποιία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία