μελαμίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.laˈmi.ni/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελαμίνη θηλυκό
- (χημεία) αρωματική ένωση που χρησιμοποιείται (ανάμεσα στα άλλα) στην κατασκευή βερνικιών
- (κατ’ επέκταση) ειδική κατασκευή, που μοιάζει με ξύλο, περιέχει μελαμίνη και τη χρησιμοποιούν στην επιπλοποιία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μελαμίνη στη Βικιπαίδεια