μελάνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελάνωση | οι | μελανώσεις |
γενική | της | μελάνωσης* | των | μελανώσεων |
αιτιατική | τη | μελάνωση | τις | μελανώσεις |
κλητική | μελάνωση | μελανώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μελανώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μελάνωση < ελληνιστική κοινή μελάνωσις < μελανόω < αρχαία ελληνική μέλας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελάνωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μελανώνω
- (ειδικότερα, ιατρική) η παθολογική υπερβολική συγκένρωση μελανίνης στο δέρμα ή μαυρίσματος των ιστών
- (ειδικότερα, βοτανική) ασθένεια των φυτών κατά την οποία μαυρίζουν κάποια τμήματά τους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μελάνωση
|