πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλόκερος η μεγαλόκερη το μεγαλόκερο
      γενική του μεγαλόκερου της μεγαλόκερης του μεγαλόκερου
    αιτιατική τον μεγαλόκερο τη μεγαλόκερη το μεγαλόκερο
     κλητική μεγαλόκερε μεγαλόκερη μεγαλόκερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλόκεροι οι μεγαλόκερες τα μεγαλόκερα
      γενική των μεγαλόκερων των μεγαλόκερων των μεγαλόκερων
    αιτιατική τους μεγαλόκερους τις μεγαλόκερες τα μεγαλόκερα
     κλητική μεγαλόκεροι μεγαλόκερες μεγαλόκερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεγαλόκερος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Megaloceros στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία