μεγαλόκερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεγαλόκερος < μεσαιωνική ελληνική μεγαλόκερος < ελληνιστική κοινή μεγαλόκερως < μέγας + κέρας
Επίθετο
επεξεργασία
μεγαλόκερος
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μεγαλόκερος | οι | μεγαλόκεροι |
γενική | του | μεγαλόκερου & μεγαλοκέρου |
των | μεγαλόκερων & μεγαλοκέρων |
αιτιατική | τον | μεγαλόκερο | τους | μεγαλόκερους & μεγαλοκέρους |
κλητική | μεγαλόκερε | μεγαλόκεροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεγαλόκερος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επίθετο
ουσιαστικό
|