μεγαλοπαράγων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μεγαλοπαράγων | οι | μεγαλοπαράγοντες |
γενική | του | μεγαλοπαράγοντος | των | μεγαλοπαραγόντων |
αιτιατική | τον | μεγαλοπαράγοντα | τους | μεγαλοπαράγοντες |
κλητική | μεγαλοπαράγων & μεγαλοπαράγον* |
μεγαλοπαράγοντες | ||
* Κατά την αρχαία κλίση. Δείτε και την κλίση του νεότερου μεγαλοπαράγοντας. | ||||
Κατηγορία όπως «θεράπων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɣa.lo.paˈɾa.ɣon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λο‐πα‐ρά‐γων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγαλοπαράγων αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του μεγαλοπαράγοντας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μεγάλος, παράγοντας, παράγω και άγω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλοπαράγων
|