μεγαλοστέλεχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ɣa.loˈste.le.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λο‐στέ‐λε‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεγαλοστέλεχος ουδέτερο
- (νεολογισμός) το σημαντικό στέλεχος μιας εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ.
- ※ Πριν από μερικούς μήνες η περιφερειάρχης της Μαδρίτης και μεγαλοστέλεχος του ιδίου κόμματος αναγκάστηκε να παραιτηθεί γιατί αποκαλύφθηκε ότι πήρε το δίπλωμά της από το ίδιο πανεπιστήμιο χωρίς να παραδώσει την απαραίτητη εργασία της. (Άγγελος Στάγκος, Τίτλοι σπουδών χωρίς κόπο, Η Καθημερινή, 9 Αυγούστου 2018)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγαλοστέλεχος
|
Πηγές
επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr