πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεγαλοστέλεχος τα μεγαλοστελέχη
      γενική του μεγαλοστελέχους των μεγαλοστελεχών
    αιτιατική το μεγαλοστέλεχος τα μεγαλοστελέχη
     κλητική μεγαλοστέλεχος μεγαλοστελέχη
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαλοστέλεχος < μεγαλο- + στέλεχος
ΔΦΑ : /me.ɣa.loˈste.le.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεγαλοστέλεχος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεγαλοστέλεχος ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr