Δείτε επίσης: Μαυσώλειον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυσωλείο τα μαυσωλεία
      γενική του μαυσωλείου των μαυσωλείων
    αιτιατική το μαυσωλείο τα μαυσωλεία
     κλητική μαυσωλείο μαυσωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυσωλείο < μαυσωλεῖον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Μαυσώλειον < το όνομα του Μαύσωλου (Μαύσσωλλου)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maf.soˈli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαυ‐σω‐λεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαυσωλείο ουδέτερο

  1. ταφικό μνημείο, μεγαλοπρεπές
    ⮡  το μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, 'το μαυσωλείο του Αραφάτ, του Λένιν
  2. (σκωπτικό) αχρείαστα μεγαλεπήβολο κτίριο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία