Ετυμολογία

επεξεργασία
mausolée < λατινική mausoleum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɔ.zɔ.le/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mausolée mausolées

mausolée (fr) αρσενικό