Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Ελληνιστικός τύπος Μαυσωλεῖον αναφέρεται σε ετυμολογίες λεξικών για τα νέα ελληνικά (βλ. μαυσωλείο) και στο ελληνικό Μαύσωλος@ελληνικόΛίντελ βλ Μαυσώλειον. Αλλά εκκρεμεί η εύρεση τέτοιου τύπου σε κείμενα. ‑‑Sarri.greek  | 21:00, 17 Μαΐου 2023 (UTC).



Δείτε επίσης: Μαυσώλειον
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μαυσωλεῖον τὰ μαυσωλεῖα
      γενική τοῦ μαυσωλείου τῶν μαυσωλείων
      δοτική τῷ μαυσωλεί τοῖς μαυσωλείοις
    αιτιατική τὸ μαυσωλεῖον τὰ μαυσωλεῖα
     κλητική ! μαυσωλεῖον μαυσωλεῖα
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυσωλεῖον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Μαυσώλειον (μετακίνηση τόνου) (Χρειάζεται διευκρίνιση, αν υπάρχει τύπος ελληνιστικός σε -εῖον)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαυσωλεῖον, -ου ουδέτερο