μαυσωλεῖον
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μαυσωλεῖον | τὰ | μαυσωλεῖα | ||||
γενική | τοῦ | μαυσωλείου | τῶν | μαυσωλείων | ||||
δοτική | τῷ | μαυσωλείῳ | τοῖς | μαυσωλείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μαυσωλεῖον | τὰ | μαυσωλεῖα | ||||
κλητική ὦ! | μαυσωλεῖον | μαυσωλεῖα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαυσωλεῖον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Μαυσώλειον (μετακίνηση τόνου) (Χρειάζεται διευκρίνιση, αν υπάρχει τύπος ελληνιστικός σε -εῖον)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαυσωλεῖον, -ου ουδέτερο
- το μαυσωλείο
Πηγές
επεξεργασία- «μαυσώλειον (τό) μτγν. κ. νεώτ. κ. μαυσωλεῖον» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
ΣτΕ: μεταγενέστρο (ελληνιστικό) και νεώτερο (εννοεί καθαρεύουσα) και μαυσωλεῖον.